Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Μια μικρή προδοσία και 2 ακόμη ποιήματα

Μια μικρή προδοσία 

Οι φλέβες στο λαιμό μου
είναι διογκωμένες
Είμαι ήρεμος
δεν φωνάζω σχεδόν ποτέ
Μα οι φλέβες στο λαιμό μου
είναι διογκωμένες
Μαρτυρούν την υποθάλπτουσα ένταση
και είναι εκεί για να με προδίδουν

Μοναδική ευκαιρία!

Όλα στη ζωή είναι εφήμερα
Και η ζωή η ίδια είναι εφήμερη
Κοίταξε να τη ζήσεις
δεύτερη ευκαιρία
δεν είχε ποτέ κανείς

Ανούσιοι φόβοι

Όποιος δεν αγαπήσει το θάνατο
δεν μπορεί να αγαπήσει τη ζωή
Θα τρέμει μακριά του
αποφεύγοντάς τον
και δεν θα ζει

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Μια άλλη μέρα



Σηκώθηκα κάποια στιγμή από το κρεβάτι, όχι πρωί βέβαια, ντύθηκα όπως πάντα και αποφάσισα να μην πιω καφέ. Ούτε πλύθηκα, αλλά σαφώς κατούρησα. Είχα τα μαλλιά μου ανάκατα και τις χαρακιές από το μαξιλάρι στο πρόσωπό μου. Έβγαλα το περίστροφο από το συρτάρι – το οποίο μου είχε χαρίσει κάποιος και δεν το είχα χρησιμοποιήσει ποτέ πριν – πήρα όλα τα φυσίγγια που είχα και βγήκα να κάνω τον περίπατό μου. Το είχα γεμάτο και το κρατούσα στο χέρι ενώ τις υπόλοιπες σφαίρες τις είχα βολέψει στις τσέπες και το σώβρακό μου.

Βγαίνοντας λοιπόν από το σπίτι, βλέπω την κυρία τάδε που τη συμπαθούσαν όλοι, όπως κι εγώ άλλωστε. Έπλενε κάτι χαλιά στο πεζοδρόμιο και την απάλλαξα από τη θλιβερή ύπαρξή της. Θα πρέπει να με ευγνωμονεί τώρα, αλλά τι κρίμα που δεν υπάρχει για να το κάνει. Έπειτα κάποιοι από τη γειτονιά, βγήκαν να δουν τι συμβαίνει. Χαρίζοντας μια σφαίρα στο κεφάλι του καθενός, κανείς άλλος δεν έδειξε περιέργεια. Οι υπόλοιποι, μάλλον, ταράχτηκαν από την ένταση και προτίμησαν να παρακολουθούν πίσω από τις κουρτίνες. Ίσως, σοφά έπραξαν.

Συνέχισα το δρόμο μου και συνάντησα αυτόν τον συμπαθέστατο κύριο που έβγαζε βόλτα το σκυλάκι του. Φάνηκα γενναιόδωρος και χάρισα στον καθένα τους από μια σφαίρα. Βέβαια, λέρωσαν κάπως το δρόμο με αίματα και τα σχετικά, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι, θα τα καθάριζε ο δήμος την επόμενη. Έπειτα, μια κυρία που δεν τη γνώριζα κι ένα παλικάρι. Τους έστειλα να κάνουν παρέα μαζί με τους προηγούμενους. Δεν ήθελα να έχεις κανείς παράπονο.

Ο ήλιος έλαμπε και υπήρχε κίνηση. Δεν θέλησα να κάνω διακρίσεις κι έτσι, όποιος βρίσκονταν στο δρόμο μου, είχε την ίδια τύχη. Το όπλο άδειασε κι έτσι αναγκάστηκα να το ξαναγεμίσω. Ευτυχώς, είχα αρκετές σφαίρες, δεν ξέρω πόσες – ποιος μετράει άλλωστε; Αναζητούσα τη γαλήνη και θα την έβρισκα μαζί με όλους τους άλλους. Δεν υπήρξα ποτέ εγωιστής, πάντα ήθελα να μοιράζομαι πράγματα. Ένας μεγάλος αλτρουισμός με διακατείχε και ήθελα να τον εκφράσω. Το να κρατάς τα αισθήματά σου φυλακισμένα, είναι μεγάλο έγκλημα κι εγώ, κάθε άλλο παρά εγκληματίας ήμουν. Έτσι συνέχισα να προσφέρω τη γαλήνη και τη χαρά σε όποιον βρισκόταν γύρω μου. Αλίμονο, πώς θα μπορούσα να κάνω αλλιώς;

Ένοιωσα, όμως, οι σφαίρες να λιγοστεύουν στις τσέπες μου και γέμισα για τελευταία ίσως φορά, το περίστροφο. Κάποιες σειρήνες που είχαν κατακλύσει το ηχοτοπίο και ο μεγάλος όχλος συνάμα, ενοχλούσαν τη πολυπόθητη γαλήνη που ήθελα νοιώσω – αλλά και να προσφέρω. Έτσι, κάποια ανθρωπάκια με γαλάζιες στολές – εμφανώς τρομοκρατημένα – βρέθηκαν μπροστά μου μαζί με τα ασπρογάλανα οχήματά τους, να μου κόβουν το δρόμο. Κατάλαβα πως λόγω καταπίεσης, αυτοί με είχαν περισσότερη ανάγκη, κι έτσι αποφάσισα να μην τους αφήσω αδικημένους και να σπαταλήσω όσες σφαίρες μου είχαν απομείνει σε αυτούς. Βέβαια, φαίνεται, πως κι αυτοί, από αλληλεγγύη, είχαν τα δικά τους όπλα τα οποία και έστρεφαν εναντίον μου, μάλλον για τον ίδιο σκοπό: Τη χαρά για την επερχόμενη γαλήνη με τον μοναδικό τρόπο που αυτή μπορεί να επιτευχθεί.

Πέτυχα κάποιους απ’ αυτούς κι εν μέρει, κατάφερα το σκοπό μου, αλλά ήταν περισσότεροι και είχαν πλεονέκτημα, κι έτσι, βρέθηκα κι εγώ επιτέλους να κατακτώ αυτό που πρόσφερα σε όλους αυτούς τους συντρόφους, συνδαιτυμόνες, συμπολίτες κλπ. Την υπέρτατη γαλήνη της ανυπαρξίας που τόσοι και τόσοι φιλόσοφοι είχαν επικαλεστεί και διδάξει, ο καθένας ξεχωριστά ανά τους αιώνες, για τη λύτρωση και την ευδαιμονία του σκεπτόμενου ανθρώπου. Ίσως, με αυτόν τον τρόπο, το αιμόφυρτο και διάτρητο από τις σφαίρες πτώμα μου, να ήταν, όχι μόνο η απάντηση, αλλά και η κατάκτηση της Σοφίας αυτής.

Ο σκοπός όλων είχε επιτευχθεί κι εγώ, όπως και όλοι οι σύντροφοι και τα στρουμφάκια που βρέθηκαν μπροστά μου εκείνη την ωραία ημέρα, καταφέραμε να κερδίσουμε το απροσδόκητο: Το αίμα μας να βάψει την άσφαλτο και τα πεζοδρόμια της άθλιας αυτής πόλης σαν αφηρημένη εξπρεσιονιστική τέχνη ή σαν μαυροκόκκινο λάβαρο που παράτησαν στο δρόμο κάτι παραιτημένοι πια επαναστάτες, προσφέροντάς μας το υπέρτατο και πολυπόθητο αγαθό της γαλήνης και της ουτοπίας, σε έναν μάταιο κόσμο.

Αργότερα, κάποιοι είπαν για έναν μανιακό δολοφόνο και πολλά θύματα, χωρίς να σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για μια στάση ενάντια στο παράλογο της ζωής και πως ο θήτης δεν ήταν τίποτε παραπάνω από έναν απελπισμένο αυτόχειρα που ήθελε να σώσει, όσο το δυνατό περισσότερους. Μόνο που αυτός, την αυτοχειρία του, την έθεσε σε άλλους, παίρνοντας φυσικά και όσους εκτιμούσε, μαζί του. Αλίμονο, μαζί με αυτούς και κάποιους που δεν εκτιμούσε, αλλά αυτοί ανήκουν πραγματικά στο ανθρώπινο είδος;



Αναδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό "εκδόσεις το κόλο" 

Όπως επίσης και στο Μονόκλ. 
Δείτε εδώ 




Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Η συνεργασία μου με τις εκδόσεις Γαβριηλίδης


Κύριε Σάμη,
Το κύριε μοιάζει σαν ειρωνεία καθώς είναι ένας τίτλος που επιδιώκουν όλοι αυτοί που δεν έχουν την εκτίμηση κανενός και περισσότερο σαν ύβρης μοιάζει παρά σαν τιμή.
Παρόλα αυτά, είμαι τόσο ευγενικός που δεν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω κανέναν με αυτό τον τρόπο,
Έτσι λοιπόν το αλλάζω και το κάνω σκέτο Σάμη. Το “φίλε”, όχι, δεν θα το χρησιμοποιήσω καθώς δεν υπήρξαμε ποτέ.

Σάμη, να με συμπαθάς, αλλά δεν γνώριζα, κι έτσι σου εμπιστεύτηκα το έργο μου.
Πια έμαθα την τακτική σου και πως αυτό κάνεις με όλους τους συγγραφείς, αλλά αυτό είναι μια ασυδοσία και το γνωρίζεις καλά.

Το έργο που σου εμπιστεύτηκα, θα μπορούσες να το έχεις προωθήσει μόνο αν δεν σου έδινα τα 1500 ευρώ(!) που ζητούσες για την έκδοση. Ξέρω, σε άλλους ζητούσες τα διπλάσια. Με έπιασες σε αδύναμη στιγμή και αυτό το ποσό, σου το έδωσα από το υστέρημά μου. Πια μοιάζει αστρονομικό, τότε ακόμα, το 2011, μπορούσα.
Δεν έκανες λοιπόν τίποτα για την προώθηση του έργου – ονειρευόμουν εγώ πως  υπάρχει στα βιβλιοπωλεία και πως κάτι κινείται. Ήμουν απλά ονειροπόλος ή μαλάκας; Το ίδιο δεν κάνει άλλωστε;

Παρόλα αυτά, το 2012, πήρα επανειλημμένα τηλέφωνο κι έστελνα e-mail και πέρασα και κάμποσες φορές από κει (γιατί όλο μου έλεγες πως το σύστημα δεν λειτουργεί και να περάσω την άλλη βδομάδα), για να μου πεις τελικά πως πουλήθηκαν 100 αντίτυπα και πως με 100 ευρώ δεν σώζεται κανένας(!) και πως την επόμενη δουλειά  μου θα την εκδώσεις χωρίς να πάρεις χρήματα(!). Έτσι, λάθος μου μεγάλο, αλλά πού να φανταστώ; τα άφησα τα 100 ευρώ και σου έστειλα τη νέα μου τότε λογοτεχνική δουλειά, που με μια δικαιολογία, δεν θέλησες να εκδώσεις. Αλίμονο! Εκδόθηκε αλλού φυσικά και πήγε και πολύ καλά, αλλά αυτό δεν σε αφορά.
Θα έπρεπε ωστόσο, κάθε χρόνο να αποδίδεις τα δικαιώματα – πράγμα το οποίο ποτέ δεν έκανες και γνωρίζοντάς σε – ήξερα πως δεν θα κάνεις. Από τη στιγμή που πήρες το χρήμα – Λούης! Σιγά να μην ασχοληθούμε και με τη λογοτεχνία δηλαδή – θα μπορούσες κάλλιστα, αντί γι’ αυτό, να πουλάς πατάτες με την ίδια επιτυχία.

Μετά από 6 χρόνια λοιπόν, που είχε λήξει το συμβόλαιο και μετά από πίεση δική μου, (γιατί μόνος σου δεν θα το επιχειρούσες ποτέ), αναγκάστηκες να δεχθείς να λήξουμε τη θλιβερή μας “συνεργασία”. Ευτυχώς! Σου ζήτησα τα αυτονόητα: τα πνευματικά δικαιώματα για τα βιβλία και όσα δεν έχουν πουληθεί, να μου τα επιστρέψεις. Η απάντησή σου, αυτή:
Επισυνάπτεται η εκκαθάριση από το 2011-2016, σας ενημερώνουμε πως από τη στιγμή που θέλετε  να αποσυρθεί το βιβλίο, το αποσύρουμε.
Τα αντίτυπα δεν διατίθενται πλέον στην αγορά, εφόσον αποσύρεται. Τα υπόλοιπα βιβλία πολτοποιήθηκαν.(!!!???)

Κι όσο γι’  αυτό με την πολτοποίηση των βιβλίων –πράγμα  το οποίο δεν ισχύει και το ξέρουμε καλά και οι δυο, και το ποσό των 36 ευρώ που μου δίνεις για τα δικαιώματα και τη λήξη της όποιας συνεργασίας μας, μόνο για κοροϊδία μου κάνει. (πλάκα κάνεις τώρα;)
Ο αριθμός των αντιτύπων που τύπωσες, ήταν δεν ήταν 200, τα 50 μου τα έδωσες. Κι από αυτά, λες πως πουλήθηκαν μόνο τα 60! Μπράβο, πολύ χαίρομαι γι αυτό! Κι από αυτά, 20 πλην 20, 2, πλην 2 και κάτι πράγματα που εγώ δεν μπορώ να ελέγξω φυσικά, αλλά δεν σημαίνει και πως τα δέχομαι.
Είναι η πάγια τακτική σου να παίρνεις υπέρογκα ποσά από νέους συγγραφείς, να τους εκμεταλλεύεσαι και να μην προωθείς το έργο τους – ποιος ο λόγος; – και να διατηρείς την ωραία σου επιχείρηση στις πλάτες όλων αυτών που σε εμπιστευτήκαν και σε στήριξαν οικονομικά από το υστέρημά τους.  Και όχι μόνο! Αυτό, αν μη τι άλλο, είναι ανήθικο.
Μια κυνική άποψη είναι: αφού δέχονται να σου δώσουν τα χρήματά τους για το ψώνιο τους, και λίγα τους παίρνεις!
Ο καθένας κάνει τις επιλογές του σε αυτή τη ζωή κι εσύ επέλεξες αυτό.
Δεν θα σε κρίνω για τη στάση σου, μόνο με τον εαυτό μου θα τα βάλω που σου εμπιστεύτηκα το έργο μου.

Τα 36 ευρώ που μου αποδίδεις για τα δικαιώματα, θα μπορούσα απλά να τα αρνηθώ ως κοροϊδία και να σου τα χαρίσω μαζί με όλα τα υπόλοιπα.
Παρόλα αυτά, δεν θα το κάνω, θα έρθω να τα πάρω και θα τα πιω όλα σε ρακή το ίδιο βράδυ. Ίσως βέβαια να μη μου φτάσουν, αλλά τι να κάνουμε;
Θλίβομαι και λέω πως λυπάμαι πολύ για τη “συνεργασία” την οποία είχαμε.
Εσύ θα συνεχίσεις το δρόμο που επέλεξες
Κι εγώ επίσης, το δικό μου.
Τα υπόλοιπα είναι περιττά.
Θα έρθω σύντομα να πάρω το χαρτζιλίκι αυτό για τις ρακές μου.
Αλλά να ξέρεις, δεν θα πιω καμία ρακή στην υγεία σου.

18/10/2017
Χρήστος Αντισθένης Ζάχος





Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Μια ολότητα

Η αλήθεια του σύμπαντος είναι αδιανόητη
κι απειροελάχιστοι εμείς που το συνειδητοποιούμε
Υπάρχουμε μέσα σε αυτό και είμαστε αυτό
Μια ολότητα

Οφείλουμε να κατακτήσουμε την ευδαιμονία
και να μη δυστυχούμε

Είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε
Διαφορετικά…
                        δεν ζούμε!


Νεφέλωμα 
50X70 ακρυλικά σε καμβά
έργο δικό μου και όχι του Pollock 



Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Η βέσπα του πατέρα

Η βέσπα του πατέρα μου, ήταν κόκκινη με μαύρους τροχούς (όπως όλα τα οχήματα έχουν μαύρους τροχούς), μοντέλο του 78. Παρατημένη, εδώ και χρόνια κάτω από το σπίτι. Τον είχαν πιάσει κάποιες φορές χωρίς κράνος και άδεια, αλλά αυτά είναι προφάσεις. Είδε πως δεν μπορεί να ανταπεξέλθει με τους ανήλικους ανεγκέφαλους μπάτσους κι έτσι αποφάσισε να την αφήσει ανενεργή. Εδώ και δέκα χρόνια!

Τη μια κλίση για κράνος, την άλλη για άδεια, την τρίτη γιατί έτσι, δεν θα δουλεύω εγώ για να πληρώνω τη μηχανή, είπε, έβγαλε τις πινακίδες και την άφησε στην κατηφόρα – να τη σταματάει μια νεραντζιά έξω από το σπίτι. Να σαπίσει, να πεθάνει εκεί. Και τόσα χρόνια του έλεγα:  γιατί δεν τη φτιάχνεις, γιατί δεν την κινείς; Και η απάντηση ίδια πάντα: θέλει λεφτά. Άδειες, κράνη ιστορίες, ποιος ασχολείται; Εξάλλου, υπάρχει το αυτοκίνητο. Κι έτσι η βέσπα έμενε να πεθαίνει, παρατημένη κάτω από το σπίτι και κανείς να μην κάνει τίποτα. Κανείς… μπήκε στο μάτι πολλών. Ιδιαιτέρως, στα κλεφτρόνια της γειτονιάς.

Όταν ήμουν μικρός, άλλες εποχές, θυμάμαι πως η βέσπα αυτή ήταν οικογενειακό όχημα. Καθόμουν εγώ μπροστά, ο πατέρας μου που την οδηγούσε από πίσω, η μικρή μου αδελφή ενδιάμεσα και για να την προστατεύει, πιο πίσω η μητέρα μου. Στην ίδια σέλα και οι τέσσερεις. Κράνος, κανείς. Μα κανείς ποτέ δεν φορούσε τότε κράνος. Και κίνδυνος δεν υπήρχε. Κανένας.

Όταν η μάνα μου ήταν έγκυος σε μένα, σε κάποιο φανάρι του Κορυδαλλού, έπεσε από τη μηχανή, κι έτσι είπαν οι γιατροί πως εγώ θα έβγαινα κωλόπαιδο! Κι όντως, έτσι βγήκα, είχα γυρίσει στην κοιλιά της μάνας μου και όταν ήταν να με βγάλουν οι γιατροί στον κόσμο των ανθρώπων, αντί να πιάσουν το κεφάλι, έπιασαν τον κώλο μου. Και δεν χρειάστηκε ούτε καισαρική ούτε τίποτα. Κανονική γέννα, και με φάσκιωναν μετά επειδή τα πόδια μου ήταν πάνω λόγω θέσης στη μήτρα, και προσπαθούσαν να με κάνουν κανονικό άνθρωπο, αλλά αυτό, απ’ όσο αποδείχτηκε στη συνέχεια της ζωής μου, ήταν αδύνατο. Κωλόπαιδο εκ γενετής. Θα έπρεπε να με έχουν μισήσει, αλλά, παρόλα αυτά, με αγάπησαν. Τι να πω;

Αλλά αυτό που έχει ουσία, δεν είναι η δική μου στάση, αλλά η ιστορία αυτής της μηχανής. Της βέσπας.

Μεγάλωσα πάνω σε αυτή τη μηχανή. Κι όχι μόνο στα παιδικά μου χρόνια, αλλά κι αργότερα. Όταν δούλευα σε κάποιο εργοστάσιο στου Ρέντη, κι όταν αργούσα να ξυπνήσω, ως συνήθως, ο πατέρας μου με ξελάσπωνε. Με ανέβαζε στη βέσπα αυτή και με πήγαινε στη δουλειά. Και πάντα, για ό,τι χρειαζόμουν, η βέσπα ήταν πάντα εκεί. Μέχρι που έφυγα από το σπίτι.

Ήξερα πως την κινούσε ως γνήσιος βεσπάκιας, ούτε κράνη, ούτε άδειες ούτε μαλακίες. Αλλά φαίνεται πως οι μπάτσοι έπεσαν πολλοί κι έκαναν έλεγχο ακόμα και στους πατεράδες τους. Εκεί ήταν που αποφάσισε να την παρατήσει κάτω από το σπίτι. Τι να πληρώνουμε; Εδώ δεν έχουμε για τα βασικά. Και η ελευθερία της βέσπας, έμεινε στα αζήτητα. Και φυσικά, περιορίστηκε και η δική μας ελευθερία. Δεν γίνεται να πας για τσιγάρα και να σε σταματάνε οι μπάτσοι για τα σχετικά. Αλλά αυτό, όπως αποδείχτηκε  ήταν μεγάλο λάθος.

Παρατημένη κάτω από το σπίτι να τη βλέπουν όλοι για χρόνια, και χρόνια να μην κινείται, κάποια κλεφτρόνια πήραν την απόφαση. Κι όταν έχεις αφήσει κάτι εκεί και το θεωρείς δεδομένο, δεν υπάρχει. Ακόμα κι αν λείψει, δεν το καταλαβαίνεις. Έχεις την εντύπωση πως είναι εκεί. Κι έτσι ένα βράδυ, ένας φίλος μου το επισήμανε. Πού είναι η βέσπα του πατέρα σου; Κι εγώ του είπα: εκεί είναι. Κι όταν περάσαμε από το σπίτι, δεν ήταν τίποτε εκεί. Η απώλεια μπροστά μας. Ένα κενό.

Ήταν πια ξεκάθαρο. Την πήραν για ανταλλακτικά. Κι όταν γυρνούσε ο πατέρας και ρωτούσε στα καφενεία της περιοχής, όλοι ήξεραν και κανείς δεν ήξερε. Δεν βγάζεις άκρη.

Το ζήτημα όμως παραμένει, και θα παραμείνει για όσο ζούμε: Η βέσπα στην οποία μεγάλωσα, δεν υπήρχε πια. Και ο πόνος, κι ας μην έμαθα ποτέ να την οδηγώ. Σαν να χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο. Και δεν έχει σημασία ποιος φταίει, όλοι μας φταίμε. Αλλά αυτή η απώλεια, όταν έχεις κάτι για μια ζωή και ξαφνικά έρχεται κάποιος και σου το παίρνει… δεν μπορείς να το δεχτείς. Δεν είναι η βέσπα, αλλά ένα κομμάτι της ζωής σου που έχει κλαπεί. Κι αυτό, όσο κι αν θες, είναι δύσκολο πολύ να το αντιμετωπίσεις.